- ἐνδύναμον
- ἐνδύναμοςmightymasc/fem acc sgἐνδύναμοςmightyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδύναμος — ἐνδύναμος, ον (AM) δυνατός, ισχυρός μσν. το ουδ. ως ουσ. το ἐνδύναμον δύναμη, εγκυρότητα … Dictionary of Greek